Λέξη: ετοιμόρροπος

Σχετικές λέξεις: ετοιμόρροπος

ετοιμόρροπος αγγλικά, ετοιμόρροπος συνωνυμα

Συνώνυμα: ετοιμόρροπος

μεθυσμένος, εύθρυπτος, ασταθής, υπέργηρος, σαραβαλιασμένος, εγκαταλελειμένος, έρημος, ερειπωμένος

Μεταφράσεις: ετοιμόρροπος

ετοιμόρροπος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
derelict, ramshackle, groggy, tumble down, crumbly, floppy

ετοιμόρροπος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
destartalado, desvencijado, destartalada, desvencijada, ruinoso

ετοιμόρροπος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hilflose, hilfloser, verlassen, ausgestoßene, ausgestoßener, baufällig, baufälligen, marode, baufällige, maroden

ετοιμόρροπος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épave, abandonné, négligent, délabré, délabrée, délabrées, délabrés, inquiétais

ετοιμόρροπος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sgangherato, sgangherata, fatiscente, ramshackle, fatiscenti

ετοιμόρροπος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
periclitante, decrépito, em ruínas, ramshackle, desorganizado

ετοιμόρροπος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nonchalant, nalatig, verlaten, onbeheerd, onachtzaam, bouwvallig, gammel, vervallen, gammele, bouwvallige

ετοιμόρροπος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспризорный, брошенный, бесхозный, покинутый, нерадивый, небрежный, заброшенный, ветхий, ветхие, ветхая, ветхое, полуразвалившийся

ετοιμόρροπος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
falleferdig, skranglete, falleferdige, det falleferdige

ετοιμόρροπος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ramshackle, skraltiga, fallfärdiga, fallfärdig, fallfärdigt

ετοιμόρροπος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hylky, irtolainen, huolimaton, ränsistynyt, rähjäinen, ränsistyneessä, hajoamistilassa, ramshackle

ετοιμόρροπος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
faldefærdige, faldefærdig, brøstfældig, vakkelvorne, haltende

ετοιμόρροπος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrak, zchátralý, zchátralé, zchátralá, spadnutí, na spadnutí

ετοιμόρροπος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezpański, zdezelowany, walący się, ruderowaty, ramshackle, ramshackle market

ετοιμόρροπος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emberroncs, bitang, uratlan, rozoga, rozzant, düledező, omladozó, roskadozó

ετοιμόρροπος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köhne, ramshackle, harap, yıkık dökük, derme çatma

ετοιμόρροπος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ветхий, Старий, давній

ετοιμόρροπος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rrënuar, rrënuar, i shkallmuar, grisur, i grisur

ετοιμόρροπος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порутен, разнебитен, паянтов, разнебитена, паянтовата

ετοιμόρροπος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стары, састарэлы, Спрадвечны, трухлявы, трухлявую

ετοιμόρροπος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vrakk, eiravalt, eirav, lagunenud, ramshackle, varisev, Ränsistynyt

ετοιμόρροπος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nemaran, zapušten, odbačen, napušten, nehajan, trošan, oronuo

ετοιμόρροπος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ramshackle

ετοιμόρροπος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aplūžęs, galudienis, Izļodzījies, apgriuvęs, aptriušęs

ετοιμόρροπος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izļodzījies

ετοιμόρροπος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кревкиот, трошен, разурнувачки, трошни, разнебитена

ετοιμόρροπος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șubred, ramshackle, dărăpănată, dărăpănat, subrede

ετοιμόρροπος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Oronuo

ετοιμόρροπος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
schátraný, schátralý, schátranom, schátralej, schátranej
Τυχαίες λέξεις