Οικοδέσποινα στα ουκρανικά
Μετάφραση: οικοδέσποινα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
господарка, бортпровідниця, господиня, хазяйка, власниця, хозяйка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικοδέσποινα
οικοδέσποινα λεξικό, οικοδέσποινα με στόχο, οικοδέσποινα ορισμός, οικοδέσποινα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οικοδέσποινα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- οικιστικός στα ουκρανικά - мешканець, резидент, житловий, житлової, Жилой, житловою, житловій
- οικογένεια στα ουκρανικά - пологовий, сім'я, родовід, родина, рід, господарство, етимологія, ...
- οικοδεσπότης στα ουκρανικά - юрма, утримувач, господар, трактирник, множину, хазяїн, власник, ...
- οικοδομώ στα ουκρανικά - збудувати, придумувати, сконструювати, творити, будувати, будуватимуть, будуватиме
Τυχαίες λέξεις
Οικοδέσποινα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: господарка, бортпровідниця, господиня, хазяйка, власниця, хозяйка
Μεταφράσεις: господарка, бортпровідниця, господиня, хазяйка, власниця, хозяйка