Πιλοτάρω στα ουκρανικά
Μετάφραση: πιλοτάρω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
волохатий, управляти, керувати, керуватиме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιλοτάρω
πιλοτάρω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πιλοτάρω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πικρός στα ουκρανικά - дратуючий, гостре, гіркий, гірчити, болісний, болючий, гостра, ...
- πικρόχολος στα ουκρανικά - жовчне, жовтяничний, жовчна, сварливий, жовчний, дратівливий, примхливий, ...
- πιλότος στα ουκρανικά - волохатий, пілот
- πινέλο στα ουκρανικά - садно, вичісувати, вичесати, щітка, щетка
Τυχαίες λέξεις
Πιλοτάρω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: волохатий, управляти, керувати, керуватиме
Μεταφράσεις: волохатий, управляти, керувати, керуватиме