Λέξη: σμίλη

Σχετικές λέξεις: σμίλη

σμίλη εργαλείο, η σμίλη, σμίλη κόσμημα, σμίλη μάρμαρα, σμίλη εκδόσεις, σμίλη τι σημαινει, σμίλη αε, σμίλη πεντέλη, σμίλη ατε

Συνώνυμα: σμίλη

πουρνάρι, σμίλαξ, σκαρπέλο, οξύ εργαλείο, κονδύλι, βελόνα γραμμοφώνου

Μεταφράσεις: σμίλη

σμίλη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chisel, stylus, yew, scalpel, a chisel

σμίλη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cincel, cincelar, escoplo, formón, de cincel, chisel, el cincel

σμίλη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beitel, betrügen, meißel, stemmeisen, Meißel, Meißels, Meissel

σμίλη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
buriner, burin, bêcher, fouiller, graver, poinçon, labourer, ciseler, hacher, ciseau, chisel, ciseaux, ciseau à

σμίλη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scalpello, cesello, chisel, lo scalpello, a scalpello

σμίλη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cinzel, formão, chisel, talhadeira, de cinzel

σμίλη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beitelen, beitel, chisel

σμίλη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пуансон, долото, резчик, резец, чекан, зубило, стамеска, долота, долотом

σμίλη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
meisel, Chisel, meiselen, stemjern

σμίλη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mejsel, stämjärn, mejseln

σμίλη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaivertaa, taltta, petkuttaa, Chisel, Porauslautat, taltalla

σμίλη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mejsel, mejslen, stemmejern, chisel

σμίλη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sekat, dláto, sekáč, rýč, rýt, rydlo, sekáče, chisel, Použité Hloubkové

σμίλη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rylec, oszwabić, wycyzelować, wyciosać, rąbać, przecinak, rozcinacz, dłutować, snycerstwo, ścinak, ryć, dłuto, dłuta, chisel, dłutem

σμίλη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
véső, vésővel, vésőt, chisel, fúró

σμίλη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keski, burgulama, iskarpela, kalem keski, dolandırmak

σμίλη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долото

σμίλη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
daltë, daltë të, ia hedh, mashtroj, gdhend

σμίλη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
резец, длето, секач, на секача, скулптура

σμίλη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
долата

σμίλη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peitel, peitli, meisli, meisel, chisel

σμίλη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sječivo, dlijeto, dlijeta, chisel, dlijeto za

σμίλη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
chisel, Högg

σμίλη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaptas, kaltas, kirtiklis, kaltelis, kaušti, kirstukas

σμίλη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalts, chisel, noslīpēt

σμίλη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
длето, секач

σμίλη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
daltă, dalta, chisel, de foraj, daltă de

σμίλη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tesat, dleto, chisel, dleta, Sekač, dletenja

σμίλη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dláto, sekáč
Τυχαίες λέξεις