Συλλαβή στα ουκρανικά
Μετάφραση: συλλαβή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
склад, стиль, слог
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλαβή
αρχική συλλαβή, συλλαβή ορισμός, βραχύχρονη συλλαβή, συλλαβή στα αγγλικά, συλλαβή bookstore cafe, συλλαβή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συλλαβή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συλλέγω στα ουκρανικά - громадити, інкасувати, набрати, збирати, складати, дражнити, знімати, ...
- συλλέκτης στα ουκρανικά - щітки, колектор, збирач, складальник, колекціонер, коллектор, реагент, ...
- συλλαβίζω στα ουκρανικά - зміняти, чарівність, передихнути, передохнути, syllabize
- συλλαμβάνω στα ουκρανικά - затиск, арешт, вкрасти, схоплювати, стягнути, заарештовувати, затримати, ...
Τυχαίες λέξεις
Συλλαβή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: склад, стиль, слог
Μεταφράσεις: склад, стиль, слог