Συμπαιγνία στα ουκρανικά
Μετάφραση: συμπαιγνία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колодій, змова, змову, зговір
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπαιγνία
συμπαιγνία ετυμολογια, συμπαιγνία συνώνυμο, συμπαιγνία ορισμός, συμπαιγνία σημασια, συμπαιγνία συνώνυμα, συμπαιγνία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπαιγνία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συμπαθητικός στα ουκρανικά - схожий, любити, так, рівне, отак, сильно, подібний, ...
- συμπαθώ στα ουκρανικά - принадний, так, тому, оскільки, бо
- συμπαράσταση στα ουκρανικά - підкладка, піддержувати, спинка, підтримання, забезпечення, підтримка, підтримку, ...
- συμπατριώτης στα ουκρανικά - співвітчизник, земляк, земляче
Τυχαίες λέξεις
Συμπαιγνία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: колодій, змова, змову, зговір
Μεταφράσεις: колодій, змова, змову, зговір