Συνετά στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνετά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотепи, ласиця, мудро
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνετά
συνετά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνετά στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνεργός στα ουκρανικά - додатковий, арматура, другорядний, співучасник, підбурювач, підбурювача
- συνεσταλμένος στα ουκρανικά - полохливий, лякатися, боязкий, кидок, лякатись, несміливий, боязка, ...
- συνεταιρισμός στα ουκρανικά - спільний, кооперативний, кооператив, партнерство, партнерство Підняти, партнерства
- συνετό στα ουκρανικά - доречний, розсудливий, доцільний, бажаний, мудрий, мудра, мудру, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνετά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дотепи, ласиця, мудро
Μεταφράσεις: дотепи, ласиця, мудро