Σφήκα στα ουκρανικά

Μετάφραση: σφήκα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
блідий, шершень, розведений, слабкий, оса
Σφήκα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφήκα

σφήκα ονειροκρίτης, σφήκα habrobracon, σφήκα μέλισσα, σφήκα τσίμπημα, σφήκα όλγα, σφήκα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σφήκα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συχνός στα ουκρανικά - частотний, частий, найчастіший, часте, частіший
  • σφάζω στα ουκρανικά - убивця, м'ясник, різник, мясник, м`ясник
  • σφήνα στα ουκρανικά - одруження, клин, клін
  • σφίγγω στα ουκρανικά - затиск, натягти, затискувати, держак, стягувати, укріплювати, стискання, ...
Τυχαίες λέξεις
Σφήκα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: блідий, шершень, розведений, слабкий, оса