Τσακάλι στα ουκρανικά
Μετάφραση: τσακάλι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чучело, опудало, нікчемство, незначність, нікчему, шакал, шакале
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσακάλι
τσακάλι wwf, τσακάλι trading co. ltd, τσακάλι ζώο, τσακάλι ελλάδα, τσακάλι φωτογραφίες, τσακάλι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσακάλι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τσίτσιδος στα ουκρανικά - відкритий, беззахисний, оголений, роздягнутий, голяка, голяком, голими, ...
- τσαγκάρης στα ουκρανικά - швець, шевче, партач, чоботар, сапожник, чіп
- τσαλαπατώ στα ουκρανικά - чавити, топтання, хода, потоптання, ланку, травма, ступінь, ...
- τσαμπί στα ουκρανικά - в'язка, кетяг, низка, гроно, жмутик, букет, пучок, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσακάλι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: чучело, опудало, нікчемство, незначність, нікчему, шакал, шакале
Μεταφράσεις: чучело, опудало, нікчемство, незначність, нікчему, шакал, шакале