Τσακάλι στα ρωσικά
Μετάφραση: τσακάλι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шакал, человек, шакала, шакалом, шакалы
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσακάλι
τσακάλι wwf, τσακάλι trading co. ltd, τσακάλι ζώο, τσακάλι ελλάδα, τσακάλι φωτογραφίες, τσακάλι λεξικό γλώσσας ρωσικά, τσακάλι στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- τσίτσιδος στα ρωσικά - явный, голый, лишенный, неизолированный, беззащитный, голословный, неоседланный, ...
- τσαγκάρης στα ρωσικά - сапожник, башмачник, сапожником, сапожника
- τσαλαπατώ στα ρωσικά - спаривание, утрамбовать, притаптывать, утаптывать, топтание, топанье, утоптать, ...
- τσαμπί στα ρωσικά - вязанка, клок, связка, сгрудиться, пачка, пук, кучка, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσακάλι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: шакал, человек, шакала, шакалом, шакалы
Μεταφράσεις: шакал, человек, шакала, шакалом, шакалы