Зброя στα ελληνικά
Μετάφραση: зброя, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπράτσο, φορώ, εξοπλισμός, όπλο, όπλα, χέρι, όπλου, όπλων, το όπλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- збочувати στα ελληνικά - αποφεύγω, μπαίνω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, στραβοτιμονιά, παρεκκλίνει, ...
- зброю στα ελληνικά - εξοπλισμός, Όπλα, όπλων, οπλισμού, οπλισμό, τα όπλα
- зброяр στα ελληνικά - οπλούργος, οπλοποιός, gunsmith, οπλοποιό, οπλουργό
- збруя στα ελληνικά - ιπποσκευή, καλωδίωση, λουρί, καλωδίωσης, πλεξούδα, πλεξούδας
Τυχαίες λέξεις
Зброя στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπράτσο, φορώ, εξοπλισμός, όπλο, όπλα, χέρι, όπλου, όπλων, το όπλο
Μεταφράσεις: μπράτσο, φορώ, εξοπλισμός, όπλο, όπλα, χέρι, όπλου, όπλων, το όπλο