Φρικτός στα ουκρανικά
Μετάφραση: φρικτός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жахливий, страшний, жахлива, найжахливіший
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρικτός
φρικτόσ συνώνυμα, φρικτός τραυματισμός ποδοσφαιριστή στο κατάρ, φρικτός θάνατος 22χρονης στη μύκονο, φρικτός ιδείν, φρικτός θάνατος ιερόδουλες εν ώρα εργασίας, φρικτός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φρικτός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φρικιαστικός στα ουκρανικά - вигартування, гарт, охолодження, загартування, страхітливий, жахливий, жахаючий, ...
- φρικιό στα ουκρανικά - примха, урод, виродок, потвора
- φριχτός στα ουκρανικά - жахливий, похмурий, страшний, жахлива, найжахливіший
- φρονηματίζω στα ουκρανικά - покарати, очищати, здержувати, дисциплінуйте, піднімати настрій, підніматимуть настрій, покращувати настрій
Τυχαίες λέξεις
Φρικτός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: жахливий, страшний, жахлива, найжахливіший
Μεταφράσεις: жахливий, страшний, жахлива, найжахливіший