Огрядний στα ελληνικά

Μετάφραση: огрядний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρης, παχύσαρκος, χόνδρος, γεμάτος, λίπος, γεροδεμένος, εύσαρκος, εύσωμος, χοντρός, ολικός, μεστός, τροφαντός, παχύς
Огрядний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • волосатий στα ελληνικά - τριχωτός, μαλλιαρός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
  • галера στα ελληνικά - γαλέρα, κάτεργο, τριήρης, μαγειρείων, μαγειρείο, μαγειρεία
  • дань στα ελληνικά - φόρος, φόρο τιμής, αφιέρωμα, φόρος τιμής, αφιερώματος
  • мерзнути στα ελληνικά - κρουσταλλιάζω, καταψύχω, παγώνω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Огрядний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρης, παχύσαρκος, χόνδρος, γεμάτος, λίπος, γεροδεμένος, εύσαρκος, εύσωμος, χοντρός, ολικός, μεστός, τροφαντός, παχύς