Ψεύδισμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ψεύδισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лісабонський, лісабон, лепет, белькіт, белькотіння, лепетання, белькотання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψεύδισμα
ψεύδισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ψεύδισμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ψευδώς στα ουκρανικά - удавано, фальшиво, помилково, помилковий, хибний, неправдивий, несправжній, ...
- ψευτομαχητής στα ουκρανικά - рюш, козир, веретенник, грицик
- ψεύδομαι στα ουκρανικά - кришки, брехня, брехню, неправда, неправду, ложь
- ψεύτικος στα ουκρανικά - віроломний, брехливий, недостовірний, зрадливий, невірний, помилковий, невідповідний, ...
Τυχαίες λέξεις
Ψεύδισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лісабонський, лісабон, лепет, белькіт, белькотіння, лепетання, белькотання
Μεταφράσεις: лісабонський, лісабон, лепет, белькіт, белькотіння, лепетання, белькотання