Λέξη: θορυβώδης

Σχετικές λέξεις: θορυβώδης

ο θορυβώδης, θορυβώδης συνώνυμο, θορυβώδης συνώνυμα, θορυβώδης αναπνοή

Συνώνυμα: θορυβώδης

παταγώδης, ανεμώδης, κομπαστικός, βρυχώμενος, μεγαλόφωνος, μεγαλαυχός, καυχησιάρης, ταραχώδης

Μεταφράσεις: θορυβώδης

θορυβώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uproarious, noisy, roaring, boisterous, windy, rambunctious

θορυβώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chillón, ruidoso, estrepitoso, ruidosa, ruido, ruidosos, ruidosas

θορυβώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
laut, geräuschempfindlich, tumultartig, geräuschvoll, tobend, lauten, laute, lärm, lärmenden

θορυβώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tapageur, bruyant, criard, voyant, désopilant, bruyante, bruyants, bruit, bruyantes

θορυβώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiassoso, rumoroso, rumorosa, rumorosi, rumorose

θορυβώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barulhentamente, barulhento, ruidoso, noisy, barulhenta, ruidosa

θορυβώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rumoerig, luidruchtig, lawaaierig, gehorig, luidruchtige

θορυβώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
галдящий, нашумевший, яркий, крикливый, громкий, громогласный, шумливый, гулкий, кричащий, горластый, шумный, шумно, шумные, шумная, шумной

θορυβώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bråkete, støyende, mye støy, støy, noisy

θορυβώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bråkig, bullrig, bullrigt, bullriga, högljudda, högljudd

θορυβώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kovaääninen, meluisa, metelöivä, ratkiriemukas, meluava, meluisassa, äänekäs, meluisia, meluisissa

θορυβώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
støjende, larmende, støj

θορυβώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlučný, hlučné, hlučná, šum, hluk

θορυβώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
huczny, niekrzykliwy, niehałaśliwy, gwarny, wrzaskliwy, krzykliwy, hałaśliwy, głośny, głośno, noisy, hałaśliwe

θορυβώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiabáló, zajos, hangos, a zajos, zajosak

θορυβώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gürültülü, gürültülü bir, noisy

θορυβώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
яркий, кричущий, шумливий, яскравий, шумний, галасливий, гучний, галасливе, гучне

θορυβώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhurmëmadh, zhurmshme, e zhurmshme, të zhurmshme, zhurmë

θορυβώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шумен, шумна, шумни, шумно, шум

θορυβώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шумны

θορυβώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kärarikas, lärmakas, mürarikas, mürarikkas, lärmakad, noisy

θορυβώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glasan, bučan, upadljiv, živ, bučno, bučna, bučni

θορυβώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hávær, hávaðasömu, hávaðasöm, hávaðasamur

θορυβώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
triukšmingas, triukšminga, triukšmingoje, triūkšminga, triukšmingo

θορυβώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaļš, trokšņains, trokšņaina, noisy

θορυβώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бучни, бучна, бучно, бучните, бучен

θορυβώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zgomotos, zgomotoase, zgomot, zgomotoasă, zgomotoasa

θορυβώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hrupno, glasen, hrupni, glasni, hrupna

θορυβώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlučný, hlučné, hlučná, hlucny
Τυχαίες λέξεις