Συνηθισμένος στα αγγλικά

Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
common, ordinary, usual, accustomed, wont
Συνηθισμένος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: συνηθισμένος

wont
  • συνηθισμένος
plain
  • άδολος
  • απέριττος
  • σαφής
  • καθαρός
  • απλός
  • συνηθισμένος
usual
  • συνηθισμένος
common
  • ομαδικός
  • πρόστυχος
  • συνηθισμένος
  • κοινός
wonted
  • συνηθισμένος
  • συνήθης
used to
  • συνηθισμένος
habitual
  • συνήθης
  • συνηθισμένος
ordinary
  • συνήθης
  • κοινός
  • συνηθισμένος
customary
  • συνήθης
  • συνηθισμένος
accustomed
  • συνηθισμένος
conventional
  • συνβατικός
  • συμβατικός
  • συνηθισμένος
  • παραδοσιακός
  • εθιμοτυπικός
  • τυπικός

Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος

συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας αγγλικά, συνηθισμένος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορώ στα αγγλικά - advocate, plead, urge, I would urge, would urge
  • συνηθίζω στα αγγλικά - accustom, habituate, inure, get accustomed, break in
  • συνθέτης στα αγγλικά - composer, a composer, composer of, synthesizer, songwriter
  • συνθέτω στα αγγλικά - compose, synthesize, composing, I compose
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: common, ordinary, usual, accustomed, wont