Επιλέγω στα πολωνικά
Μετάφραση: επιλέγω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
decydować, woleć, wybierać, wybrać, obierać, wytypować, dobrać, wybierz, wyboru
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιλέγω
επιλέγω κλίση, επιλέγω συνώνυμο, επιλέγω τοπικά, επιλέγω πρότυπο, επιλέγω σπουδές και επάγγελμα 2014, επιλέγω λεξικό γλώσσας πολωνικά, επιλέγω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- επικυρώνω στα πολωνικά - uwierzytelnić, utrzymywać, uwiarygodnić, sankcja, ratyfikować, aprobata, uwiarygodniać, ...
- επικός στα πολωνικά - epiczny, epopeja, bohaterski, epicki, epos, epika, duma, ...
- επιλεκτικός στα πολωνικά - wybiórczy, selekcyjny, selektywny, selektywne, selektywnej
- επιληπτικός στα πολωνικά - epileptyczny, padaczkowy, epileptyk, padaczkowe, epileptykiem
Τυχαίες λέξεις
Επιλέγω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: decydować, woleć, wybierać, wybrać, obierać, wytypować, dobrać, wybierz, wyboru
Μεταφράσεις: decydować, woleć, wybierać, wybrać, obierać, wytypować, dobrać, wybierz, wyboru