Επιλέγω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιλέγω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eleger, designar, nomear, optar, escolher, escolha, escolho, escolhe
Επιλέγω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιλέγω

επιλέγω κλίση, επιλέγω συνώνυμο, επιλέγω τοπικά, επιλέγω πρότυπο, επιλέγω σπουδές και επάγγελμα 2014, επιλέγω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιλέγω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επικυρώνω στα πορτογαλικά - afirmar, confirmar, assegurar, validar, valide, validação, validar a, ...
  • επικός στα πορτογαλικά - épico, épica, epopeia, epic, epopéia
  • επιλεκτικός στα πορτογαλικά - seletivo, selectiva, seletiva, selectivo, selectivos
  • επιληπτικός στα πορτογαλικά - epiléptico, epiléptica, epileptic, epilético, epilepsia
Τυχαίες λέξεις
Επιλέγω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: eleger, designar, nomear, optar, escolher, escolha, escolho, escolhe