Κορυφαίος στα πολωνικά

Μετάφραση: κορυφαίος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
paliw, pierwszoplanowy, wyprzedzający, główny, prowadzący, kierowniczy, ołowiowanie, przewodni, czołowy, wybitny, etylizowanie, top, górny, góra, szczyt, wierzchołek
Κορυφαίος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορυφαίος

κορυφαίος τρόπος να καθαρίζεις τα δόντια σου, κορυφαίος ενδοκρινολόγος, κορυφαίος νευρολόγος, κορυφαίοσ ωρλ, κορυφαίος συνώνυμα, κορυφαίος λεξικό γλώσσας πολωνικά, κορυφαίος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κορυδαλλός στα πολωνικά - psocić, brać, kawał, skowronek, nabrać, swawolić, figiel, ...
  • κορυφή στα πολωνικά - bąk, zabawka, góra, pik, wierzch, top, czubek, ...
  • κορυφογραμμή στα πολωνικά - skiba, kalenica, grań, grzbiet, redlina, brzeg, prążkować, ...
  • κορυφώνω στα πολωνικά - szczyt, wierzch, cypel, turnia, pik, iglica, szczytowanie, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορυφαίος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: paliw, pierwszoplanowy, wyprzedzający, główny, prowadzący, kierowniczy, ołowiowanie, przewodni, czołowy, wybitny, etylizowanie, top, górny, góra, szczyt, wierzchołek