Λέξη: επιδέξια

Σχετικές λέξεις: επιδέξια

επιδέξια συνώνυμο, επιδέξια αγγλικά

Συνώνυμα: επιδέξια

ικανώς, επιδεξίως, ευφυώς, ικανά, πρόχειρος

Μεταφράσεις: επιδέξια

επιδέξια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deftly, ably, handily, skillfully, skilfully

επιδέξια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hábilmente, blemente, hábil

επιδέξια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschickte, gewandt, geschickt, fähig, tüchtig, gekonnt, lich

επιδέξια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adroitement, habilement, avec compétence, blement

επιδέξια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abilmente, sapientemente, validamente

επιδέξια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habilmente, competentemente, velmente, hábil

επιδέξια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kundig, bekwaam, vakkundig, toeverlaat, knap

επιδέξια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ловко, искусно, умело, квалифицированно, талантливо, компетентно

επιδέξια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyktig, lig, ably, svis

επιδέξια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skickligt, bart, ligt

επιδέξια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taitavasti, taiten, taitaen, tavasti, vasti, mattavasti, västi

επιδέξια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dygtigt, ligt

επιδέξια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obratně, dovedně, schopně

επιδέξια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zręcznie, sprawnie, zwinnie, umiejętnie, ably, sprawnie prowadzeni

επιδέξια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ügyesen, hathatósan

επιδέξια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hünerle, ably, beceriyle, ustaca

επιδέξια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спритно, вміло, уміло, вправно

επιδέξια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me aftësi, aftësi, aftësi të, me aftësi të, aftësi e

επιδέξια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умело, компетентно, сръчно, ловко

επιδέξια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўмела, умела

επιδέξια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vilunult, nobedalt, osavalt, väärselt, võimekas, tavalt, suuteliselt

επιδέξια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vješto, spretno, izmjeriti, možda su, rojatno

επιδέξια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
helst, lega, líklega, miðaður við, miðaður

επιδέξια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sumaniai, mai

επιδέξια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prasmīgi, ko prasmīgi, ably, jami

επιδέξια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поефикасна, умешно, вешто, објективно, објективно да

επιδέξια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
competent, abil, ably, pricepere, bil

επιδέξια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spretno, ably, Vješto

επιδέξια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obratne, šikovne, zručne
Τυχαίες λέξεις