Κρίση στα πολωνικά
Μετάφραση: κρίση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozpoznanie, orzeczenie, sąd, osąd, wyrok, kryzys, kryzysu, kryzysowego, kryzysami, kryzysem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρίση
κρίση πανικού συμπτώματα, κρίση ασθματος, κρίση στην ουκρανία, κρίση επιληψίας, κρίση πανικού, κρίση λεξικό γλώσσας πολωνικά, κρίση στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κρίνος στα πολωνικά - grzybień, lilia, lilijka, lily, lilii, Liliowiec
- κρίνω στα πολωνικά - mniemać, sądzić, poczytywać, uważać, sędzia, sędzią, sędziego, ...
- κρίσιμος στα πολωνικά - zasadniczy, kluczowy, węzłowy, decydujący, rozstrzygający, pierwszoplanowy, krytyczny, ...
- κραγιόνι στα πολωνικά - pastelowy, pastel, kredka, crayon
Τυχαίες λέξεις
Κρίση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rozpoznanie, orzeczenie, sąd, osąd, wyrok, kryzys, kryzysu, kryzysowego, kryzysami, kryzysem
Μεταφράσεις: rozpoznanie, orzeczenie, sąd, osąd, wyrok, kryzys, kryzysu, kryzysowego, kryzysami, kryzysem