Χήρος στα πολωνικά
Μετάφραση: χήρος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wdowiec, wdowcem, wdowca, wdowców
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χήρος
χώρος συνώνυμα, χήρος μετάφραση, χήρος στα αγγλικά, χήρος λεξικό γλώσσας πολωνικά, χήρος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- χέρι στα πολωνικά - dłoń, dźwignia, oparcie, plecy, broń, ręka, konar, ...
- χέρσος στα πολωνικά - ugór, ugorowy, odłogowy, odłóg, płowy, daniele, odłogiem, ...
- χαίρομαι στα πολωνικά - cieszyć, radować, rozkosz, radość, zachwyt, zachwycać, rozkoszą
- χαίρω στα πολωνικά - polubić, używać, rozkoszować, lubić, delektować, cieszyć, weselić się, ...
Τυχαίες λέξεις
Χήρος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wdowiec, wdowcem, wdowca, wdowców
Μεταφράσεις: wdowiec, wdowcem, wdowca, wdowców