Χήρος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: χήρος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вдовец, вдовецот, вдовецот на, вдовица, вдовец кој
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χήρος
χώρος συνώνυμα, χήρος μετάφραση, χήρος στα αγγλικά, χήρος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, χήρος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- χέρι στα σλαβομακεδονικά - раката, страна, рака, рачно, пак
- χέρσος στα σλαβομακεδονικά - лопатар, необработени, необработено, Соседните, угар
- χαίρομαι στα σλαβομακεδονικά - радост, локум, задоволство, воодушевување, уживање
- χαίρω στα σλαβομακεδονικά - радуваме, се радуваат, радуваат, радувај се, се радуваме
Τυχαίες λέξεις
Χήρος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вдовец, вдовецот, вдовецот на, вдовица, вдовец кој
Μεταφράσεις: вдовец, вдовецот, вдовецот на, вдовица, вдовец кој