Άθλιος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άθλιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fracasse, mau, coitado, miserável, lastimável, abjecto, pobre, desgraçado, infeliz, miseráveis, desgraçada
Άθλιος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άθλιος

άθλιος συνώνυμα, άθλιος στα αγγλικα, άθλιος ετυμολογία, άθλιος συνώνυμο, άθλιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άθλιος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άθεος στα πορτογαλικά - ateu, ímpio, godless, sem Deus, ímpios
  • άθλημα στα πορτογαλικά - efeito, efeitos, resultado, ceia, conclusão, consequência, evento, ...
  • άκαμπτος στα πορτογαλικά - certo, morto, direita, são, defunto, teso, cadáver, ...
  • άκαρπος στα πορτογαλικά - frívolo, vaidoso, fútil, inútil, estéril, vão, infrutífero, ...
Τυχαίες λέξεις
Άθλιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fracasse, mau, coitado, miserável, lastimável, abjecto, pobre, desgraçado, infeliz, miseráveis, desgraçada