Αδιάθετος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αδιάθετος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indisposto, indisposição, mal, doente, de indisposição
Αδιάθετος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδιάθετος

αδιάθετος σκύλος, αδιάθετος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδιάθετος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αδερφός στα πορτογαλικά - camarada, irmão, companheiro, o irmão, brother, irmăo
  • αδιάβροχος στα πορτογαλικά - melancia, impermeabilizar, à prova d'água, impermeável, prova d'água, Waterproof, à prova de água
  • αδιάκοπος στα πορτογαλικά - contínuo, constante, permanente, incessante, incessantes, unceasing, sem cessar
  • αδιάκριτος στα πορτογαλικά - curioso, bisbilhoteiro, Snooper, Snooper de, O Snooper, intrometido
Τυχαίες λέξεις
Αδιάθετος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: indisposto, indisposição, mal, doente, de indisposição