Απαλλάσσω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απαλλάσσω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desimpedir, absolver, desembaraçar, rico, eximir, livrar, descriminar, livrado, executar, isento, isentar, isentos, isentas, isenta
Απαλλάσσω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαλλάσσω

απαλλάσσω αρχικοι, απαλλάσσω αγγλικα, απαλλάσσω αντωνυμο, απαλλάσσω χρονοι, απαλλάσσω στα αγγλικα, απαλλάσσω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απαλλάσσω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απαιτούμενος στα πορτογαλικά - requisito, requerido, necessária, necessário, necessários
  • απαιτώ στα πορτογαλικά - reclamar, requerer, postular, suplicar, pedir, solicitar, exigir, ...
  • απαλλαγή στα πορτογαλικά - isenção, derrogação, de isenção, a isenção, isenção de
  • απαλλαγμένος στα πορτογαλικά - livrar, executar, eximir, livre, grátis, gratuito, gratuitamente, ...
Τυχαίες λέξεις
Απαλλάσσω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desimpedir, absolver, desembaraçar, rico, eximir, livrar, descriminar, livrado, executar, isento, isentar, isentos, isentas, isenta