Απειλώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απειλώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arremesso, ameace, ameaça, hector, Heitor, Héctor, de Hector
Απειλώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απειλώ

απαιτώ συνώνυμα, ονειροκριτης απειλώ, απειλώ κλίση, απειλώ english, απειλω συνώνυμο, απειλώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απειλώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απειλή στα πορτογαλικά - enfiar, linha, arremesso, ameaça, ameaças, risco, ameaça de, ...
  • απειλητικός στα πορτογαλικά - ameaçador, ameaçadora, ameaça, com risco, threatening
  • απειρία στα πορτογαλικά - inexperiência, a inexperiência, inexperience, imperícia, falta de experiência
  • απελαύνω στα πορτογαλικά - expelir, despovoar, deportar, expedição, expulsar, expulsá, expulsar os
Τυχαίες λέξεις
Απειλώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arremesso, ameace, ameaça, hector, Heitor, Héctor, de Hector