Απονέμω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απονέμω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
partir, distribua, administre, acabrunhar, agraciar, afligir, ungir, distribuir, lambuzar, repartir, mete, infligir, medirei, mete para
Απονέμω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απονέμω

απονέμω δικαιοσύνη, απονέμω ετυμολογια, απονέμω συνώνυμο, απονέμω αόριστος, απονέμω αγγλικά, απονέμω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απονέμω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απομονώνω στα πορτογαλικά - isolar, console, ilha, isolado, isolate, isole, isolam
  • απομόνωση στα πορτογαλικά - isolamento, de isolamento, isoladamente, o isolamento, isolação
  • απονομή στα πορτογαλικά - concessão, outorga, atribuição, uma atribuição
  • αποξένωση στα πορτογαλικά - alienação, a alienação, de alienação, da alienação, afastamento
Τυχαίες λέξεις
Απονέμω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: partir, distribua, administre, acabrunhar, agraciar, afligir, ungir, distribuir, lambuzar, repartir, mete, infligir, medirei, mete para