Λέξη: προοίμιο
Σχετικές λέξεις: προοίμιο
προοίμιο της ιλιάδας, προοίμιο θεογονίας, προοίμιο συνώνυμα, προοίμιο ηροδότου, προοίμιο ιλιαδας, προοίμιο ιστορίας ηροδότου, προοίμιο ιλιαδας μεταφραση, προοίμιο ετυμολογία, προοίμιο τησ ακμήσ του βυζαντινού κράτουσ, προοίμιο οδύσσειας
Συνώνυμα: προοίμιο
εισαγωγή, πρόταση, εισαγωγή μουσικής, διάβημα, πρόλογος, αιτιολογική έκθεση
Μεταφράσεις: προοίμιο
προοίμιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preface, preamble, the preamble, preamble to, the preamble to, prelude
προοίμιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prefacio, prólogo, preámbulo, exposición de motivos, preámbulo de, considerandos, de preámbulo
προοίμιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorwort, Präambel, Oberbegriff, Oberbegriffs, Einleitung, Begründungserwägungen
προοίμιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prologue, introduction, préambule, avant-propos, préface, préambule de, considérants, de préambule
προοίμιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prefazione, preambolo, considerando, motivazione
προοίμιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preexistir, prefácio, preâmbulo, considerandos, pre�bulo, considerando, pre�mbulo
προοίμιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorrede, voorwoord, inleiding, voorbericht, introductie, preambule, considerans, aanhef, considerans van
προοίμιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пролог, снабжать, преамбула, преамбуле, преамбулы, преамбулу, преамбулой
προοίμιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forord, innledningen, innledning, fortale, ingressen, fortalen
προοίμιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förord, företal, ingressen, ingress, andet, inledningen, ingressen till
προοίμιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saatesanat, alkulause, esipuhe, johdanto, perustelukappale
προοίμιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forord, indledning, præamblen, præambel, betragtningerne, indledningen, betragtning
προοίμιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úvod, preambule, preambuli, odůvodnění, úvodu
προοίμιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prefacja, prolog, przedmowa, wstęp, preambuła, preambuły, preambule, preambułę
προοίμιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bevezetés, preambuluma, preambulumában, preambulum, preambulumának
προοίμιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önsöz, Başlangıç, başlangıç eki, giriş bölümü, preamble
προοίμιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чепуритися, чепуритись, преамбула, преамбулу
προοίμιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parathënie, hyrje, Preambula, preambulën, preambulë
προοίμιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предисловие, преамбюла, преамбюл, предисловия, уводна
προοίμιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прэамбула
προοίμιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eessõna, preambula, preambulis, preambuli, preambul, preambulist
προοίμιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvod, predgovor, preambula, preambuli, Preamble, preambulu
προοίμιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
formáli, formála, inngangsorðum, inngangsorð, inngangi
προοίμιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pratarmė, preambulė, preambulėje, preambulės, preambulę, konstatuojamosiose dalyse
προοίμιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
priekšvārds, preambula, preambulā, preambulu, preambulā ir, preambulas
προοίμιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преамбулата, преамбула, преамбулата ги
προοίμιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
preambul, preambulul, preambulului, de preambul
προοίμιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úvod, preambula, preambuli, preambule, preambulo, v preambuli
προοίμιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preambula, preambuly, preambule, v preambule, preambulu
Τυχαίες λέξεις