Distribuir στα ελληνικά

Μετάφραση: distribuir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανομή, διανέμω, κατανομή, μοιράζω, απονέμω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε
Distribuir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • distribua στα ελληνικά - μοιράζω, διανομή, διανέμω, απονέμω, κατανομή, διανέμουν, διανείμει, ...
  • distribuidor στα ελληνικά - διανομέας, περιοχή, περιφέρεια, μαχαλάς, διανομέα, διανομής, του διανομέα, ...
  • distribuição στα ελληνικά - διανομέας, διασπορά, διανομή, κατανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
  • distrito στα ελληνικά - περιοχή, μαχαλάς, περιφέρεια, δυσπιστία, συνοικία, περιοχής, διαμέρισμα
Τυχαίες λέξεις
Distribuir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανομή, διανέμω, κατανομή, μοιράζω, απονέμω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε