Αποποιούμαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αποποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renove, renovar, repulsa, recusa, rejeição, rebuff, rechaço
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποποιούμαι
αποποιούμαι των ευθυνών μου, αποποιούμαι συνταξη, αποποιούμαι λεξικο, αποποιούμαι κλιση, αποποιούμαι μετάφραση, αποποιούμαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποποιούμαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αποπνιχτικός στα πορτογαλικά - junto, cerrar, fim, fechar, sufocante, sofocante, asfixiante, ...
- αποποίηση στα πορτογαλικά - renúncia, retratação, IMPORTANTE, aviso legal, disclaimer
- αποπομπή στα πορτογαλικά - despedimento, expulsão, afastamento, a expulsão, de expulsão, de afastamento
- απορρέω στα πορτογαλικά - emanar, aporreo
Τυχαίες λέξεις
Αποποιούμαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: renove, renovar, repulsa, recusa, rejeição, rebuff, rechaço
Μεταφράσεις: renove, renovar, repulsa, recusa, rejeição, rebuff, rechaço