Renove στα ελληνικά
Μετάφραση: renove, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποποιούμαι, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
Μεταφράσεις
- renome στα ελληνικά - φήμη, διάδοση, φήμης, διασημότητα, αναγνωρισιμότητα, φημίζεται
- renovar στα ελληνικά - εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ...
- renque στα ελληνικά - επίταξη, βαθμίδας, βαθμίδα, tier, πρώτης βαθμίδας, δεύτερης βαθμίδας
- renunciar στα ελληνικά - παρατάω, παραιτούμαι, εγκαρτέρηση, παραίτηση, αποσύρομαι, εγκαταλείπω, παραιτηθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Renove στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποποιούμαι, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
Μεταφράσεις: αποποιούμαι, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει