Αποσυναρμολογώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποσυναρμολογώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desmontar, desarrumar, derrubar, knock down, abater, bater para baixo, derrube
Αποσυναρμολογώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποσυναρμολογώ

αποσυναρμολογώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποσυναρμολογώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποστραγγίζω στα πορτογαλικά - drenar, dreno, escorrer, drene, escorra
  • αποστροφή στα πορτογαλικά - apóstrofe, aversão, aversão ao, a aversão, aversion, a aversão ao
  • αποσυνδέω στα πορτογαλικά - desligar, desconcertar, desconexão, desconectar, de desconexão, desconecte
  • αποσυνθέτω στα πορτογαλικά - decompor, descodifique, desintegrar, se desintegrar, desintegram, se desintegram
Τυχαίες λέξεις
Αποσυναρμολογώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desmontar, desarrumar, derrubar, knock down, abater, bater para baixo, derrube