Απρόθυμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απρόθυμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relutante, dispostos, disposto, disposta, sem vontade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απρόθυμος
πρόθυμος αγγλικά, απρόθυμος φονταμενταλιστής, απρόθυμος συνώνυμο, απρόθυμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απρόθυμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απροθυμία στα πορτογαλικά - falta de vontade, indisposição, relutância, má vontade, indisponibilidade
- απροσδόκητα στα πορτογαλικά - inesperada, impar, inesperadamente, forma inesperada, de forma inesperada, inesperado
- απρόσβλητος στα πορτογαλικά - imune, imortalizar, imunológico, imunitário, imunológica, imunitária
- απρόσεκτος στα πορτογαλικά - distraído, descuidado, negligente, descuidada, descuidados, descuido
Τυχαίες λέξεις
Απρόθυμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: relutante, dispostos, disposto, disposta, sem vontade
Μεταφράσεις: relutante, dispostos, disposto, disposta, sem vontade