Δαπάνες στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δαπάνες, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despesas, consumo, custos, os custos, custos de, custo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαπάνες
δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, δαπάνες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης, δαπάνες υποψηφίων, δαπάνες που εκπίπτουν από το εισόδημα 2014, δαπάνες κοινοχρήστων, δαπάνες λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δαπάνες στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δανειζόμενος στα πορτογαλικά - mutuário, devedor, tomador, mutuários
- δανεισμός στα πορτογαλικά - emprestar, pão, empréstimo, empréstimos, endividamento, devedora, contracção
- δαπάνη στα πορτογαλικά - custo, custar, custos, consumo, despesas, despesa, gasto, ...
- δαπανηρός στα πορτογαλικά - caro, dispendioso, dispendiosa, onerosa, oneroso
Τυχαίες λέξεις
Δαπάνες στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: despesas, consumo, custos, os custos, custos de, custo
Μεταφράσεις: despesas, consumo, custos, os custos, custos de, custo