Δαπάνες στα ουκρανικά
Μετάφραση: δαπάνες, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видаток, трата, споживання, витрачання, витрати, видатки, витрат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαπάνες
δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, δαπάνες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης, δαπάνες υποψηφίων, δαπάνες που εκπίπτουν από το εισόδημα 2014, δαπάνες κοινοχρήστων, δαπάνες λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δαπάνες στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δανειζόμενος στα ουκρανικά - боржник, позичальник
- δανεισμός στα ουκρανικά - суглинковий, запозичення
- δαπάνη στα ουκρανικά - собівартість, споживання, видаток, ціна, трата, вартість, коштувати, ...
- δαπανηρός στα ουκρανικά - любий, цінний, любій, коштовний, любої, любою, дорогий, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαπάνες στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: видаток, трата, споживання, витрачання, витрати, видатки, витрат
Μεταφράσεις: видаток, трата, споживання, витрачання, витрати, видатки, витрат