Consumo στα ελληνικά

Μετάφραση: consumo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Consumo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • consumidor στα ελληνικά - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
  • consumir στα ελληνικά - καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
  • conta στα ελληνικά - ράμφος, αναφορά, σημασία, λογαριασμός, νομοσχέδιο, υπόψη, λογαριασμό, ...
  • contabilidade στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Τυχαίες λέξεις
Consumo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από