Δεκτός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δεκτός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aceitável, aceito, aceita, aceite, Aceitos, Aceites
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεκτός
δεκτός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δεκτός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δεκασμός στα πορτογαλικά - dekasmos
- δεκατέσσερα στα πορτογαλικά - quatrocentos, catorze, quatorze, quatorze anos, catorze anos, de quatorze
- δελεάζω στα πορτογαλικά - entusiástico, tentar, engodar, provisório, aliciar, seduzir, atrair, ...
- δελεαστικός στα πορτογαλικά - sedutor, fascínio, de fascínio, sedutora, fascinando
Τυχαίες λέξεις
Δεκτός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aceitável, aceito, aceita, aceite, Aceitos, Aceites
Μεταφράσεις: aceitável, aceito, aceita, aceite, Aceitos, Aceites