Assento στα ελληνικά

Μετάφραση: assento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεύτερος, καρέκλα, κάθισμα, δεύτερον, καθίζω, δευτερόλεπτο, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Assento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assentimento στα ελληνικά - συγκατάθεση, σύμφωνη γνώμη, σύμφωνης γνώμης, τη σύμφωνη γνώμη, παροχή σύμφωνης γνώμης
  • assentir στα ελληνικά - συγκατάθεση, νεύμα, NOD, ΝΟϋ, νεύμα για
  • assessorar στα ελληνικά - βοηθώ, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
  • assim στα ελληνικά - πιθανόν, τόσο, μάλλον, τόσος, πιθανά, τέτοιος, λιώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Assento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεύτερος, καρέκλα, κάθισμα, δεύτερον, καθίζω, δευτερόλεπτο, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας