Δύσκαμπτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δύσκαμπτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rígido, rijo, duro, dura, rígida
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύσκαμπτος
δύσκαμπτος συνωνυμο, δύσκαμπτος μεγάλος δάκτυλος, δύσκαμπτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δύσκαμπτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δύναμη στα πορτογαλικά - desautorizar, proibir, poder, sacar, vigor, ditar, impor, ...
- δύση στα πορτογαλικά - galês, oeste, ocidente, ocidental, a oeste, Ocidente, Ocidental, ...
- δύσκολος στα πορτογαλικά - sólido, diferentemente, ladino, forte, duramente, astuto, ardiloso, ...
- δύσπιστος στα πορτογαλικά - incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidade, de incredulidade
Τυχαίες λέξεις
Δύσκαμπτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rígido, rijo, duro, dura, rígida
Μεταφράσεις: rígido, rijo, duro, dura, rígida