Εικασία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εικασία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suposição, acautelar, adivinhar, supor, adivinhação, conjecturas, conjeturas, adivinhações, suposições
Εικασία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εικασία

εικασία του πουανκαρέ βικιπαιδεια, εικασία στα αγγλικά, εικασία του γκόλντμπαχ, εικασία των birch και swinnerton dyer, εικασία πουανκαρε, εικασία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εικασία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ειδύλλιο στα πορτογαλικά - romance, Romântico, o romance
  • εικάζω στα πορτογαλικά - especular, espectador, conjetura, conjectura, conjecturas, conjectura de, conjecturar
  • εικαστικός στα πορτογαλικά - curioso, conjetural, conjectural, conjuntural, conjecturais, conjunturais
  • εικονογράφηση στα πορτογαλικά - ilustre, ilustrar, ilustração, exemplo, illustration, a ilustração, ilustração do, ...
Τυχαίες λέξεις
Εικασία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: suposição, acautelar, adivinhar, supor, adivinhação, conjecturas, conjeturas, adivinhações, suposições