Εκφραστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκφραστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expressivo, expressiva, expressive, expressivos, expressivas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκφραστικός
εκφραστικός συνωνυμο, εκφραστικός λόγος, εκφραστικός αγγλικα, εκφραστικός χορός, εκφραστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκφραστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκφοβισμός στα πορτογαλικά - intimidação, intimidações, a intimidação, de intimidação, da intimidação
- εκφράζω στα πορτογαλικά - exprimir, expressar, exposição, expresso, manifestar, expressam
- εκφυλίζομαι στα πορτογαλικά - desafiar, degenerar, degenerado, degenerada, degenerados, degenerate
- εκφωνώ στα πορτογαλικά - entregar, pronunciar, pronuncia, pronúncia nativa, pronúncia
Τυχαίες λέξεις
Εκφραστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: expressivo, expressiva, expressive, expressivos, expressivas
Μεταφράσεις: expressivo, expressiva, expressive, expressivos, expressivas