Λέξη: μερσίνη

Σχετικές λέξεις: μερσίνη

μερσίνη 2013, μερσίνη μύκονος, μερσίνη δονούσα, μερσίνη λαμπράκη, μερσίνη φυτό, μερσίνη τουρκίας, μερσίνη πάσχου

Μεταφράσεις: μερσίνη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
myrtle, Mersin, Mersini, Mirsini, of Mersini, Mersini are
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
Mersin, de Mersin, en Mersin
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
myrte, myrthe, Mersin, von Mersin, in Mersin
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
myrte, Mersin, de Mersin, à Mersin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mirto, Mersin, di Mersin, a Mersin
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Mersin, de Mersin
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
Mersin, van Mersin, in Mersin
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мирт, Мерсин, Mersin, Мерсина, Мерсине, Анталия
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Mersin, i Mersin, av Mersin
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Mersin, i Mersin, till Mersin, av Mersin
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
Mersin, Mersinin, Mersinissä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Mersin, i Mersin
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
myrta, Mersin
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mirt, barwinek, Mersin, w Mersin
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mirtusz, Mersin, mersini
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Mersin, Mersin'de
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мирт, Мерсін, Мерсин
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Mersin, Mersin e, Mersin ANKARA, në Mersin ANKARA
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мирт, Мерсин, Mersin
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Мерсін
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Mersin, Mersini
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mirta, Mersin
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Mersin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Mersin, Mersinas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Mersin, Mersina, Mersinas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Мерсин, Mersin, на Мерсин
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Mersin, din Mersin, la Mersin, Mersin a
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
marta, Mersin, Mersinu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
myrta, Mersin
Τυχαίες λέξεις