Ενοικίαση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ενοικίαση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contratar, alugar, empregar, aluguer de, contratação de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοικίαση
ενοικίαση εξοχικής κατοικίας, ενοικίαση αυτοκινήτου θεσσαλονίκη, ενοικίαση σπιτιού θεσσαλονίκη, ενοικίαση αυτοκινήτου αθήνα, ενοικίαση αυτοκινήτου, ενοικίαση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενοικίαση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εννοώ στα πορτογαλικά - entender, meio, avarento, significar, achar, denotar, avaro, ...
- ενοίκιο στα πορτογαλικά - aluguer, glória, alugar, aluguel, renda, arrendar
- ενοικιάζομαι στα πορτογαλικά - aquiescer, largar, deixar, lição, consentir, deixado, permitir, ...
- ενοικιάζω στα πορτογαλικά - glória, alugar, aluguer, aluguel, renda, arrendar
Τυχαίες λέξεις
Ενοικίαση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: contratar, alugar, empregar, aluguer de, contratação de
Μεταφράσεις: contratar, alugar, empregar, aluguer de, contratação de