Λέξη: κακαρίζω
Σχετικές λέξεις: κακαρίζω
μακαρίζω τι σημαινει
Συνώνυμα: κακαρίζω
κακκαρίζω σαν κότα, γελώ
Μεταφράσεις: κακαρίζω
κακαρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cackle, cluck
κακαρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cacarear, cloqueo, clica, cluck, clo
κακαρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gegacker, geplapper, glucken, cluck, gackern, gluckern, Schnalzen
κακαρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caqueter, gloussement, jaboter, glousser, bavardage, caquet, cot, cluck, claqueter
κακαρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiocciare, cluck, coccodè, coccodé
κακαρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cacarejar, cacarejo, Cluck, cocorocó, cluck do
κακαρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klokken, tokken, klok, cluck, kakelen
κακαρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щебетать, кудахтанье, гогот, кудахтать, клохтать, гоготанье, болтовня, хихиканье, клохтанье, кликаем, кликнув
κακαρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kakle, klukk, Cluck, klukke
κακαρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cluck, skrocka, dumhuvudet, dumhuvud, klucka
κακαρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaakattaa, kikattaa, kotkottaa, kaakatus, Cluck, kotkotus, maiskauttaa kieltään, kotkottivat
κακαρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klukke, Cluck, Kluk, af Cluck, i Cluck
κακαρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kvokat, kdákot, chichotání, kdákání, chichotat, žvanit, kdákat, štěbetat, cluck, kdákají, kvokání
κακαρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gdakać, kwokać, rechot, gdakanie, cmokać, cmoknięcie, kwokanie, cluck
κακαρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kodácsolás, gágogás, kotkodácsol, kotkodácsolás, kotyog, Cluck, kotyogás
κακαρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gıdaklama, gıdaklamak, cluck, gıdak, aptal kimse
κακαρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кудкудакання
κακαρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kakarisje, ndjellje, ndjell, kakaris, kuaçitje
κακαρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клопане, къткам, клопам, къткане
κακαρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кудахтанне
κακαρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaagutama, kaagutamine, kaagutus, loksumine, loksuma, Kotkottaa, Kotkotus, Maiskauttaa keelt
κακαρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kokodakanje, kvocati, gakati, kokodakati
κακαρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
cluck
κακαρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mulkis, kudakuoti, karkti, kvaksėjimas, avigalvis
κακαρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kladzināt, kladzināšana
κακαρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клопам
κακαρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cotcodac, clonc, cloncănit, chema cloncănind, cloncăni
κακαρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Kokodakanje
κακαρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kotkodákať
Τυχαίες λέξεις