Εξισώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξισώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
igualdade, equiparar, igualar, equacionar, equivale, igualam
Εξισώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξισώνω

εξισώνω συνώνυμο, εξισώνω ορισμός, εξισώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξισώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξημερώνω στα πορτογαλικά - domesticar, doméstico, domesticá, domestique, domesticate
  • εξιλεώνομαι στα πορτογαλικά - satisfazer, expiar, reparar, expiação, atone, redimir
  • εξογκώνω στα πορτογαλικά - adoçar, inale, inflamar, inchamento, açucarar, abrasar, inchar, ...
  • εξοικειωμένος στα πορτογαλικά - companheiro, camarada, familiar, familiarizado, familiarizados, familiares, familiarizar
Τυχαίες λέξεις
Εξισώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: igualdade, equiparar, igualar, equacionar, equivale, igualam