Επακολουθώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επακολουθώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seguir-se, acontecer, suceder, resultar, seguirá
Επακολουθώ στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επακολουθώ

επακολουθώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επακολουθώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επαινετός στα πορτογαλικά - louvável, louváveis, laudable, elogiável
  • επαινώ στα πορτογαλικά - louvor, elogio, elogios, louvores, o louvor
  • επακόλουθο στα πορτογαλικά - resultado, conseqüência, rescaldo, sequência, consequências
  • επαληθεύω στα πορτογαλικά - supervisionar, inspeccionar, verbo, fiscalizar, conferir, verificar, verificar a, ...
Τυχαίες λέξεις
Επακολουθώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: seguir-se, acontecer, suceder, resultar, seguirá