Επιθετικότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επιθετικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agressão, crise, ataque, agressividade, a agressividade, da agressividade, de agressividade, aggressiveness
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιθετικότητα
επιθετικότητα παιδιού, επιθετικότητα ψυχολογία, επιθετικότητα στα παιδιά, επιθετικότητα ορισμός, επιθετικότητα νηπίων, επιθετικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιθετικότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιζώ στα πορτογαλικά - sobreviver, aferir, sobreviva, fiscalizar, durar mais que, Outlast, durar mais, ...
- επιθετικός στα πορτογαλικά - agressivo, agressiva, agressivos, agressivas, aggressive
- επιθεωρητής στα πορτογαλικά - inspector, inspetor, inspetor de, fiscal
- επιθεωρώ στα πορτογαλικά - vistoriar, fiscalizar, vigília, inspeccionar, inspecionar, inspecione, examinar
Τυχαίες λέξεις
Επιθετικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: agressão, crise, ataque, agressividade, a agressividade, da agressividade, de agressividade, aggressiveness
Μεταφράσεις: agressão, crise, ataque, agressividade, a agressividade, da agressividade, de agressividade, aggressiveness