Θρυμματίζομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: θρυμματίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agudeza, fragmento, esmigalhar, desmoronar, crumble, ruir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρυμματίζομαι
θρυμματίζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θρυμματίζομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- θρυαλλίδα στα πορτογαλικά - pavio, mecha, fusível, fusível de, do fusível, de fusível, fuse
- θρυλικός στα πορτογαλικά - legendário, legenda, lendário, Legendary, lendária, O lendário
- θρυμματίζω στα πορτογαλικά - quebra, fragmento, esperto, agudeza, esmigalhar, desmoronar, crumble, ...
- θρόισμα στα πορτογαλικά - sussurro, sough, susurro, murmúrio, sarjeta
Τυχαίες λέξεις
Θρυμματίζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: agudeza, fragmento, esmigalhar, desmoronar, crumble, ruir
Μεταφράσεις: agudeza, fragmento, esmigalhar, desmoronar, crumble, ruir