Καθαρισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καθαρισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
limpeza, purificação, purificador, purificadora, de purificação, purifying
Καθαρισμός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρισμός

καθαρισμός χαλιών στο σπίτι, καθαρισμός φούρνου, καθαρισμός χαλιών, καθαρισμός προσώπου, καθαρισμός πλυντηρίου ρούχων, καθαρισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθαρισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • καθαρίζω στα πορτογαλικά - suporte, assear, limpo, casca, purificar, puro, limpar, ...
  • καθαρίστρια στα πορτογαλικά - empregada, camareira, arrumadeira, donzela, de limpeza
  • καθαριστήριο στα πορτογαλικά - lavanderia, Lavandaria, de lavandaria, roupa, de lavanderia
  • καθαριστής στα πορτογαλικά - purificador, purificador de, purifier, purificador do, purifier do
Τυχαίες λέξεις
Καθαρισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: limpeza, purificação, purificador, purificadora, de purificação, purifying